περπερεύομαι

περπερεύομαι
ΜΑ [πέρπερος]
καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περπερευόμενον — περπερεύομαι boast pres part mp masc acc sg περπερεύομαι boast pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερεύου — περπερεύομαι boast pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περπερεύομαι boast imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερευομένη — περπερεύομαι boast pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερευσάμενοι — περπερεύομαι boast aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερευόμενος — περπερεύομαι boast pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερεύεσθαι — περπερεύομαι boast pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερεύεται — περπερεύομαι boast pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπερπερεύομαι — (Α) (επιτ. τ. τού περπερεύομαι) χαριεντίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περπερεύομαι «καυχιέμαι, κομπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • εμπερπερεύομαι — ἐμπερπερεύομαι (Α) περπερεύομαι, κομπάζω για κάτι …   Dictionary of Greek

  • περπερεία — ἡ, ΜΑ [περπερεύομαι] ματαιοδοξία, κενοδοξία, μεγαλαυχία («περπερεία γὰρ ὁ καλλωπισμὸς περιττότητος καὶ ἀχρειότητος ἔχων ἔμφασιν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”